απογραφή

απογραφή
Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία) κατάστασή τους. Ουσιαστικό χαρακτηριστικό μιας α. είναι ότι η καταμέτρηση πρέπει να είναι άμεση· αυτό ακριβώς διακρίνει σαφώς μία αυθεντική α. από έναν στατιστικό υπολογισμό ή εκτίμηση. Η α. με την εντελώς σύγχρονη σημασία της άμεσης, ονομαστικής, ταυτόχρονης και περιοδικής καταμέτρησης ολόκληρου του πληθυσμού μιας ορισμένης περιοχής ανάγεται μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αι. Συνηθίζεται όμως να θεωρούνται α. όλες οι στατιστικές εξακριβώσεις που έγιναν σε προηγούμενες εποχές, εφόσον είχαν τον χαρακτήρα της άμεσης καταμέτρησης των κατοίκων. Oι α. κατά την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Η συνήθεια να γίνεται α. του πληθυσμού είναι πανάρχαια. Οι Αιγύπτιοι κρατούσαν καταστάσεις για να ξέρουν τον αριθμό των αρχηγών και των μελών της οικογένειας, των δούλων, καθώς και την περιουσία που διέθεταν. Η μέθοδος α. κατά κεφαλή, κοινή σε διάφορους λαούς, ήταν κατά την αρχαιότητα η πιο διαδεδομένη· ταυτόχρονα, μερικές φορές γινόταν και η καταμέτρηση των μάχιμων αντρών και γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε στοιχεία σχεδόν ακριβή για τη δύναμη των στρατευμάτων. Αυτό συνέβαινε ήδη από την εποχή του Χαμουραμπί, στη Βαβυλώνα, όπου επιπλέον γινόταν και υπολογισμός των γεννήσεων και των θανάτων. Στην αρχαία Ελλάδα, έπειτα από την πρώτη α., που έγινε την εποχή του Κέκροπα, ακολούθησαν και άλλες. Η διαίρεση των πολιτών σε τάξεις ανάλογα με τα εισοδήματά τους, που έγινε από τον Σόλωνα, και η διαίρεση της γης σε κλήρους στη Σπάρτη, την εποχή του Λυκούργου, συνδέονται με απογραφική εργασία. Α. των Εβραίων έγινε μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο· η Αγία Γραφή μας δίνει λεπτομερή περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποίησε ο Μωυσής: καταμετρήθηκαν οι άρρενες Ισραηλίτες ηλικίας άνω των είκοσι ετών, ικανοί για τη χρήση των όπλων, με εξαίρεση τους Λευίτες. Οι μέθοδοι α. στη Ρώμη δεν ήταν πολύ διαφορετικές. Ο πατέρας πήγαινε στο Πεδίο του Άρεως μια ορισμένη ημέρα και δήλωνε τα μέλη της οικογένειάς του και την περιουσία του· οι κηδεμόνες έκαναν το ίδιο για τα ορφανά που τους είχαν εμπιστευθεί οι αρχές. Η α. γινόταν κάθε πέντε χρόνια με την εποπτεία αρχόντων που ονομάζονταν κήνσορες (censores· λατ. censio = εκτίμηση, καταγραφή), οι οποίοι, αφού μετρούσαν όλους τους Ρωμαίους πολίτες, κατά ηλικία, φύλο και ιδιοκτησία, δήλωναν μόνο τις κεφαλές(capite), δηλαδή τον αριθμό των προσώπων, διευκρινίζοντας αν σε αυτόν συμπεριλαμβάνονταν τα ορφανά και οι χήρες. Με την επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας, με τα ίδια κριτήρια γινόταν και η α. των ξένων που αποκτούσαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Ο Αύγουστος οργάνωσε τρεις α. Μία από αυτές μνημονεύεται και σε ευαγγελική περικοπή (Λουκάς, II 1-3): «Εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην. Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου. Και επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι, έκαστος εις την ιδίαν πόλιν». Μετά την κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους, δεν έγιναν πια αυθεντικές α. Κατά τον Μεσαίωνα γίνονταν έρευνες από καιρό σε καιρό, πάλι για στρατιωτικούς ή φορολογικούς σκοπούς, και περιορίζονταν σε πόλεις ή μικρές περιοχές. Η μέθοδος α. κατά κεφαλή εγκαταλείφθηκε και υπολογίζονταν πλέον οι εστίες, δηλαδή οι οικογενειακοί πυρήνες. Μερικές φορές, ο εφημέριος αναλάμβανε να μετρήσει τις ψυχές που είχε στη δικαιοδοσία του. Οι πρώτες σύγχρονες α. Το σύστημα που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα τροποποιήθηκε σημαντικά μόλις το 1749 στη Σουηδία, όταν με νόμο καθιερώθηκε να υπολογίζεται περιοδικά ο πληθυσμός, με βάση πίνακες που συνέτασσαν οι εφημέριοι. Η πρώτη α. που έγινε με πραγματικά σύγχρονα κριτήρια είναι η α. του 1790 στις ΗΠΑ, όταν επρόκειτο να γίνει εκλογή των βουλευτών στο Κογκρέσο. Τότε έγινε προσεκτική διάκριση μεταξύ ελεύθερων και μη ελεύθερων πολιτών· οι πρώτοι διαιρέθηκαν σε λευκούς και λοιπούς· οι λευκοί, σε άντρες και γυναίκες· οι άντρες διαιρέθηκαν κατά ηλικίες, άνω και κάτω των 16 ετών. Η α. αυτή ήταν μια πολύπλοκη εργασία που έδωσε αρκετά ακριβή στοιχεία και χρησίμευσε ως πρότυπο στα υπόλοιπα κράτη. Αργότερα, η εργασία αυτή έγινε περισσότερο οργανική και χρησιμοποιήθηκε ένα νέο μέσο για την α. των προσώπων, το λεγόμενο οικογενειακό δελτίο. Με βάση αυτό το δελτίο, έγινε α. για πρώτη φορά το 1846 στο Βέλγιο· το ίδιο σύστημα, που είχε δώσει θετικά αποτελέσματα, χρησιμοποιήθηκε και στο βασίλειο της Σαρδηνίας. Η σκοπιμότητα του καθορισμού ενός κοινού κριτηρίου, το οποίο να ρυθμίζει τη μέθοδο έρευνας σε όλα τα κράτη, οδήγησε στην ίδρυση ενός Διεθνούς Κέντρου Στατιστικής, στο Βερολίνο, κατά τα τέλη του 19ου αι. Το κέντρο αυτό όρισε να ζητούνται από τους πολίτες τα πιο σημαντικά στοιχεία, όπως τα ληξιαρχικά στοιχεία, το επάγγελμα, η θρησκεία και, αργότερα, οι γραμματικές γνώσεις. Ωστόσο, τα ιστορικά γεγονότα δεν επέτρεψαν να δημιουργηθεί στην Ευρώπη ένα μοναδικό σύστημα α.· το κέντρο χρησίμευσε για να οργανώσει κάπως τα κριτήρια που είχαν τη σφραγίδα των ποικίλων εθνικών καταστάσεων. Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ, με τις επιτροπές πληθυσμού και στατιστικής, ανέλαβε προσπάθεια διεθνούς τυποποίησης των απογραφικών δελτίων με την προοπτική μιας παγκόσμιας α. του πληθυσμού. Οι ελληνικές α.Στην Ελλάδα έχουν γίνει περισσότερες από 25 α., από την εποχή της σύστασης του νεότερου ελληνικού κράτους. Όμως, οι περισσότερες από αυτές ήταν μάλλον γενικές εκτιμήσεις του πληθυσμού ή ειδικές καταμετρήσεις ορισμένων κατηγοριών του (π.χ. πρόσφυγες). Η πρώτη α. του πληθυσμού έγινε το 1828, στο τμήμα της χώρας που είχε απελευθερωθεί (Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος και νησιά) και ταυτόχρονα έγινε αναδρομική εξακρίβωση του πληθυσμού κατά το 1821. Από το 1836 έως το 1845 γινόταν κάθε χρόνο καταγραφή των κατοίκων από τους δημάρχους και τους ιερείς, με διαταγή του υπουργείου Εσωτερικών· μοναδική διάκριση στις α. αυτές ήταν το φύλο και η ηλικία και είχαν σκοπό τη συγκέντρωση δημογραφικών στοιχείων για στρατολογικούς και φορολογικούς λόγους. Τον ίδιο χαρακτήρα είχαν και οι απαριθμήσεις, όπως ονομάζονταν τότε, των ετών 1848, 1853 και 1856. Η πρώτη συστηματική α. έγινε στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1861 και διήρκεσε 60 ημέρες, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε δελτίο (μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά) που το συμπλήρωναν οι απογραφόμενοι και εξακριβώθηκε και ο αριθμός οικογενειών και οικοδομών. Το 1868 έγινε γενική α. που περιέλαβε και τους Έλληνες του εξωτερικού. Στην α. του 1881 χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και το οικογενειακό δελτίο. Το 1907 έγινε η πρώτη γενική α. του πληθυσμού μέσα σε μία μέρα. Η οργάνωση γενικής α. ρυθμίστηκε νομοθετικά για πρώτη φορά με τον νόμο 490 του 1914, με βάση τον οποίο έγινε η α. της 19ης Δεκεμβρίου 1920, με ατομικά και οικογενειακά δελτία. Η α. αυτή συνδυάστηκε με την α. των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, ενώ για την επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκαν μηχανικά μέσα· τα αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν σε 17 τόμους. Επακολούθησαν γενικές α. το 1928 και το 1940, καθώς και το 1951 και το 1961. Στις τελευταίες αυτές α., εκτός από τον πληθυσμό, έγινε και α. των οικοδομών, των διαμερισμάτων και των καταστημάτων κλπ. Στη γενική α. που έγινε το καλοκαίρι του 1981 καταγράφηκε ολόκληρος ο πληθυσμός της χώρας καθώς και οι ξένοι που βρίσκονταν στο ελληνικό έδαφος· επακολούθησε η έκδοση τευχών όπου αναλύονταν τα αποτελέσματα. Η τελευταία α. έγινε το 2001 και συνέπεσε με την αλλαγή του χάρτη της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς είχαν οριστεί οι νέοι δήμοι και κοινότητες, βάσει του σχεδίου Καποδίστριας. Από το 1954, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία εκδίδει τη Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος. Ειδικές α.Εκτός από τις γενικές α., στην Ελλάδα έχουν γίνει και ειδικές α. βιομηχανικών και εμπορικών καταστημάτων (1914, 1917, 1930, 1940, 1969) καθώς και γεωργικές απογραφές (1911, 1929, 1939, 1950, 1960). Γεωργικές α., με την πρωτοβουλία και την ανώτατη εποπτεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Γεωργίας και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας(ΡΑΟ) του ΟΗΕ, πραγματοποιήθηκαν και σε διεθνή κλίμακα. (Νομ.) Ο όρος α. χρησιμοποιείται στην πολιτική δικονομία και σε άλλους νομικούς κλάδους. Στη νομική, ονομάζεται ευεργέτημα της α.η ευχέρεια ενός κληρονόμου να μην αποδεχθεί κληρονομιά αν δεν απογραφεί το ενεργητικό και το παθητικό της. (Οικον.) Α. λέγεται η καταγραφή με την οποία διαπιστώνεται σε δεδομένη στιγμή η αντικειμενική κατάσταση των ενεργητικών και των παθητικών στοιχείων του κεφαλαίου ή της περιουσίας μιας επιχείρησης. Με βάση την έκταση του υλικού, η α. διακρίνεται σε μερική ή γενική, ενώ ανάλογα με τη χρήση για την οποία συντάσσεται χαρακτηρίζεται ως αρχική ή ως λήξη χρήσεως· εξάλλου η α. είναι τακτική ή έκτακτη ανάλογα με το αν διεξάγεται σε χρόνο από πριν καθορισμένο ή σε εξαιρετικές περιστάσεις. Η σύγχρονη λογιστικήδιακρίνει τρεις θεμελιώδεις τύπους α. που διαφέρουν ως προς τους σκοπούς που επιδιώκουν: α) τακτική μερική α. ελέγχου, που επιτρέπει την περιοδική επαλήθευση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, όπως οι πρώτες ύλες, τα εργαλεία, οι τίτλοι κλπ.· β) γενική α. χρήσης, με την οποία καταρτίζονται οι ισολογισμοί ή οι απολογισμοί ή συντάσσονται εκθέσεις χρήσιμες στη διαχείριση της επιχείρησης· γ) α. εκκαθάρισης, που έχει σκοπό την εξακρίβωση της κατάστασης περιουσίας ή κεφαλαίου όταν πρόκειται να γίνει μεταβίβασή τους με απαλλοτρίωση, κληρονομιά, επικαρπία ή πτώχευση.Η κατάρτιση α. απαιτεί μία σειρά από διαδοχικές πράξεις. Κατά πρώτο λόγο ερευνώνται τα στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο της α., και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση τα λογιστικά βιβλία (εσωλογιστική α.) ή με άμεση καταμέτρηση των στοιχείων που πρόκειται να απογραφούν (εξωλογιστική α.). Ακολουθεί η φάση της περιγραφής που συνεπάγεται την αναφορά όλων των ποιοτικών δεικτών του υλικού με τρόπο που να επιτυγχάνεται η ακριβής γνώση των φυσικών και εμπορευματολογικών ιδιοτήτων. Τα αποτελέσματα των πρώτων φάσεων της α. μπαίνουν έπειτα σε μια σειρά κατά την επόμενη φάση της κατάταξης, η οποία πραγματοποιείται με βάση ιδιαίτερα κριτήρια που υπαγορεύονται από σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η α. Η τελευταία φάση είναι η αποτίμηση, κατά την οποία όλα τα ενεργητικά και παθητικά στοιχεία της α. ανάγονται σε έναν κοινό νομισματικό συντελεστή. Η φάση αυτή είναι η πιο σημαντική και ταυτόχρονα εκείνη που δημιουργεί τα μεγαλύτερα προβλήματα πρακτικής και θεωρητικής φύσης, εξαιτίας της ποικιλίας και του βαθμού αβεβαιότητας των κριτηρίων αποτίμησης, προπάντων επειδή αφορά το απαιτητό των πιστώσεων, την απόσβεση των εγκαταστάσεων και τις διακυμάνσεις των τιμών των αποθεμάτων. Η πρώτη μεταπολεμική απογραφή έγινε στη χώρα μας το 1951 και κατέγραψε πληθυσμό 7.344.860 κατοίκων (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Ρωμαϊκό ανάγλυφο του 1ου αι. π.Χ. με παράσταση απογραφής, από τον λεγόμενο βωμό του Αρμιτίου Ανοβάρδου. Ο κήνσορας (πρώτη μορφή αριστερά) καταγράφει ακόμη τα στοιχεία, ενώ ένας ιερέας (στο κέντρο) ετοιμάζεται να προσφέρει την εξιλαστήρια θυσία ενός ταύρου (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Igda). Ρωμαϊκό ανάγλυφο του 1ου αι. π.Χ. με παράσταση απογραφής, από τον λεγόμενο βωμό του Αρμιτίου Ανοβάρδου. Ο κήνσορας (πρώτη μορφή αριστερά) καταγράφει ακόμη τα στοιχεία, ενώ ένας ιερέας (στο κέντρο) ετοιμάζεται να προσφέρει την εξιλαστήρια θυσία ενός ταύρου (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Igda).
* * *
η (AM ἀπογραφή) [απογράφω]
νεοελλ.
1. καταγραφή του πληθυσμού μιας χώρας στα μητρώα
2. καταγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε ειδικούς καταλόγους
μσν.- νεοελλ.
κατάλογος για τη συγκέντρωση στρατού, στρατολόγηση
αρχ.
1. κατάλογος των κτημάτων, κτηματολόγιο
2. κατάλογος χρημάτων τα οποία ανήκουν στην πολιτεία, αλλά κατακρατούνται από ορισμένους πολίτες
3. κατάλογος αυτών που υπόκεινται σε φορολογία, φορολογικός πίνακας
4. αντίγραφο διακήρυξης που γίνεται ενώπιον άρχοντα, κατάθεση, μαρτυρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπογραφή — register fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογραφῇ — ἀπογράφω write off aor subj pass 3rd sg ἀπογραφῆι , ἀπογραφεύς registrar masc dat sg (epic ionic) ἀπογραφή register fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απογραφή — η η καταγραφή προσώπων ή πραγμάτων από δημόσια αρχή ή ιδιώτη· κυρίως όμως η καταγραφή του πληθυσμού μιας χώρας: Απογραφές πληθυσμού συνήθως γίνονται κάθε δέκα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АПОГРАФА —    • Άπογραφή,          a) в аттическом праве обвинение в утайке общественных денег, казнокрадстве, то же, что у римлян peculatus;          b) письменный перечень конфискованных или по закону подлежащих конфискации имуществ, а затем и… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀπογραφαῖν — ἀπογραφή register fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογραφαῖς — ἀπογραφή register fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογραφαί — ἀπογραφή register fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογραφήν — ἀπογραφή register fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογραφῶν — ἀπογραφή register fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”